- πυρομαχικά
- cephane, muhimmat
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πυρομαχικά — Ο όρος υποδηλώνει το πολεμικό υλικό (πυρίτιδα, βλήματα, βόμβες, τορπίλες, χειροβομβίδες, εμπυρεύματα κλπ.) που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία των διαφόρων πυροβόλων όπλων. Εκτός από τα π. για πολεμική χρήση, υπάρχουν και τα π. εκπαίδευσης, που … Dictionary of Greek
πυρομαχικά — τα εφόδια του στρατού για τις βολές (βλήματα, φυσίγγια, χειροβομβίδες κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρομαχικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πυρά τής μάχης 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυρομαχικά (πυροτεχν.) τα κάθε είδους πολεμικά εφόδια βολής τών ενόπλων δυνάμεων, όπως είναι τα προωθητικά γεμίσματα και τα βλήματα τών φορητών όπλων και… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
γέμιση — η 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. στρατ. το να βάζει κανείς πυρομαχικά στον σωλήνα τού πυροβόλου ή φυσίγγια στην κάννη τού όπλου 3. το παρασκεύασμα, το υλικό με το οποίο παραγεμίζονται διάφορα κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες),… … Dictionary of Greek
εμπύρευμα — Η ύλη που δίνει το έναυσμα σε ένα εκρηκτικό μείγμα. Βλ. λ. εκρηκτικές ύλες· πυρομαχικά. * * * το (AM ἐμπύρευμα) νεοελλ. μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως τής εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική … Dictionary of Greek
επιμελητεία — η (Α ἐπιμελητεία) [επιμελητής] νεοελλ. στρατιωτική υπηρεσία που φροντίζει για τον εφοδιασμό τού στρατεύματος με τρόφιμα, πυρομαχικά και κάθε είδους υλικά αρχ. 1. το αξίωμα τού επιμελητή* 2. η λήξη τής αρχής τού επιμελητή … Dictionary of Greek
ευφλόγιστος — η, ο (για όπλα ή πυρομαχικά) αυτός που εκπυρσοκροτεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλογιστός (< φλογίζω)] … Dictionary of Greek
σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
συζυγαρχία — η, Ν στρ. παλαιότερη στρατιωτική μονάδα η οποία εφοδίαζε με πυρομαχικά τις μάχιμες μονάδες τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συζυγία + αρχία (< άρχης*), πρβλ. πυροβολ αρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek